Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

όλοι είναι παρόντες

  • 1 весь

    весь 1. (вся, всё, все ) όλος ολόκληρος (целиком)' \весь мир όλος ο κόσμος вся неделя όλη η βδομάδα \весь день όλη τη μέρα' всё время όλη την ώρα все мы όλοι μας все вы όλοι σας все они όλοι τους 2. м мн. все όλοι все здесь? όλοι είναι παρόντες;
    * * *
    1. (вся, всё, все)
    όλος; ολόκληρος ( целиком)

    весь мирόλος ο κόσμος

    вся неде́ля — όλη η βδομάδα

    всё вре́мя — όλη την ώρα

    все они́ — όλοι τους

    2. м мн.

    Русско-греческий словарь > весь

  • 2 товарищ

    α.
    1. σύντροφος•

    фронтовой товарищ συμπολεμιστής•

    товарищ по оружию συστρατιώτης ή συμμαχητής•

    школьные -и οι μαθητές του ίδιου σχολείου•

    попутный товарищ συνοδοιπόρος•

    детства παιδικός φίλος•

    взять кого себе в товарищ προσεταιρίζομαι κάποιον.

    2. μέλος της αυτής οργάνωσης ή κόμματος• εταίρος•

    всетоварищи здесь? товарищ одного -а нет όλοι οι σύντροφοι είναι παρόντες; товарищ ένας σύντροφος λείπει.

    3. προσηγορία μεταξύ σοβιετικών πολιτών μετε-παναστατικά, αντί του κύριος•, скажите, пожалуйста, как попасть на Площадь «Свободы»? σύντροφε, πέστε μου, σας παρακαλώ, πως να πάω για την πλατεία «Ελευθερίας»; || συνάδελφος•

    товарищ по работе, по службе συνάδελφος (από τη δουλειά ή υπηρεσία).

    4. παλ. αντικαταστάτης•

    товарищ прокурора ο αντεισαγγελέας•

    товарищ министра ο υφυπουργός•

    товарищ председателя ο αντιπρόεδρος.

    εκφρ.
    товарищ по несчастью – ο ομοιοπαθής.

    Большой русско-греческий словарь > товарищ

  • 3 сбор

    сбор
    м
    1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):
    \сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·
    2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):
    \сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·
    3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:
    почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·
    4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·
    5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·
    6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:
    долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο.

    Русско-новогреческий словарь > сбор

См. также в других словарях:

  • παρών, -ούσα, -όν — (μτχ. του αρχαίου ρ. πάρειμι) 1. αυτός που παραβρίσκεται, που είναι κάπου προσωπικά ο ίδιος: Όλοι οι μαθητές είναι παρόντες. 2. ως ουσ., παρόν, το (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιμολία — η (όχι αντιμωλία), αντιπαράσταση, δίκη στην οποία είναι παρόντες στο δικαστήριο όλοι οι αντίδικοι (αντίθ. ερήμην): Το δικαστήριο δίκασε «κατ αντιμολίαν» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • αρμονία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»